- ὧννυ
- ὧννυ· οὕτως, Hsch. (Perh.Arc. or Cypr., fr. ὧς-νυ, cf. Arc. ταῖννυ fr. ταῖς-νυ,A = ταῖσδε, Schwyzer657.30 (iv B. C.)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ώννυ — Α (αρκαδ. και κυπριακός τ.) (κατά τον Ησύχ.) «οὕτως». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὧς νυ, πρβλ. αρκαδ. ταῖννυ (< ταῖς νυ)] … Dictionary of Greek